- νεφρολεπίς
- ηβοτ. γένος πτεριδοφύτων τής τάξης πολυποδιώδη και τής οικογένειας πολυποδιίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. nephrolepis (< νεφρ[ο]-* + λεπίς). Η λ. μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
νεφρ(ο)- — α συνθετικό επιστημονικών ιατρικών όρων τής Νεοελληνικής που προέρχονται από το ουσ. νεφρό(ς) ως αντιδάνεια από την ξένη ιατρική ορολογία (νεφρόλιθος, πρβλ. αγγλ. nephrolith κ.ά.). Αξίζει να σημειωθεί ότι, αντίθετα προς την Αρχαία Ελληνική, όπου… … Dictionary of Greek